- ἐναπεργάζεται
- ἐναπεργάζομαιproduce inpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εναπεργάζομαι — ἐναπεργάζομαι (Α) προκαλώ κάτι σε κάποιον ή σε κάτι («ταῡτα τοῑς ζῴοις ἐναπεργάζεται», Πλάτ.) … Dictionary of Greek